- vráska
- -e ž (ā) star. 1. (kožna) guba: žalost ji je zarezala globoke vraske v obraz 2. brazgotina: imeti rdečo vrasko na čelu
Slovar slovenskega knjižnega jezika . 2000.
Slovar slovenskega knjižnega jezika . 2000.
vraska — व्रस्क … Indonesian dictionary
ā-vraska — आव्रस्क … Indonesian dictionary
nir-vraska — निर्व्रस्क … Indonesian dictionary
pra-vraska — प्रव्रस्क … Indonesian dictionary
yū́pa-vraská — यूपव्रस्क … Indonesian dictionary
u̯er-7 (*su̯er-) — u̯er 7 (*su̯er ) English meaning: to tear Deutsche Übersetzung: “aufreißen, ritzen” Note: base for extensions: Material: A. u̯erd : Av. varǝdva ‘soft, lax “, O.C.S. vrědъ, Russ. véred “wound”; u̯red : O.Ind. avradanta ‘sie… … Proto-Indo-European etymological dictionary
List of settlements in the Chania prefecture — This is a list of settlements in the Chania Prefecture, Greece. Contents 1 A–B 2 C–D 3 E–F 4 G–I 5 … Wikipedia
ασκός — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 480 μ., 1.493 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται στα δυτικά των υψωμάτων της Βόλβης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σόχου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ.… … Dictionary of Greek
ράκος — το / ῥάκος, εος, ΝΜΑ, και ῥάκκος και αιολ. τ. βράκος Α 1. φθαρμένο και κατασχισμένο ένδυμα 2. κομμάτι παλιού υφάσματος νεοελλ. 1. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που έχει εξαντληθεί σωματικά ή ψυχικά («μετά την κηδεία ήταν ένα ράκος ανθρώπινο») 2. φρ.… … Dictionary of Greek